φθέγγομαι

φθέγγομαι
ΝΜΑ
(λόγιος τ.) μιλώ
νεοελλ.
(με ειρωνική συν. σημ.) λέω κάτι με στόμφο
μσν.-αρχ.
ξεστομίζω («βασιλεῡ κοῑον ἐφθέγξαο ἔπος;», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (ιδίως) μιλώ με ένταση, φωνάζω
2. (σπάν.) βγάζω ασθενή φωνή («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», Ομ. Οδ.)
3. (για στρατιώτη) εκβάλλω ιαχή
4. (για χορό) απαγγέλλω
5. δίνω σε κάτι ένα όνομα, ονομάζω («τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον», Σοφ.)
6. (σχετικά με λέξη) χρησιμοποιώ («καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου», Αριστοφ.)
7. υμνώ, επαινώ μεγαλόφωνα
8. (για φωνήεν) παράγω έναν συγκεκριμένο ήχο
9. εκθέτω, εξιστορώ («φθέγγομαι θεῶν ἔργα», Ξεν.)
10. (για ζώα, ιδίως άλογα) χρεμετίζω
11. (για πτηνά, ιδίως αετό ή κόρακα) κράζω
12. (για άψυχα) τρίζω («ἀλλὰ δῆτα τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ», Αριστοφ.)
13. (για σάλπιγγα, αυλό ή λύρα) ηχώ
14. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φθεγγόμενον
αυτὸ το οποίο λέγεται ή η φωνή που παράγεται
15. φρ. «φθέγγομαι παλάμαις»
(στην ποίηση) χειροκροτώ (Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει έρρινο ένθημα -γ-, χαρακτηριστικό διαφόρων λ. που δηλώνουν ήχους (πρβλ. κλα-γ-γή, ῥέ-γ-κω, στρί-γ-ξ κ.λπ.). Οι συνδέσεις τού ρ. με τα αρχ. σλαβ. zvego «άδω» και ρωσ. zujagu «γαβγίζω», με το χεττιτ. zankila- «τιμωρώ» ή με το λιθουαν. spengti «στριγγλίζω, βουίζω, προσκρούουν σε μορφολογικές κυρίως δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φθέγγομαι — utter a sound pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθέγγεσθε — φθέγγομαι utter a sound pres imperat mp 2nd pl φθέγγομαι utter a sound pres ind mp 2nd pl φθέγγομαι utter a sound imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγγομένων — φθέγγομαι utter a sound pres part mp fem gen pl φθέγγομαι utter a sound pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγγόμεθα — φθέγγομαι utter a sound pres ind mp 1st pl φθέγγομαι utter a sound imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγγόμενον — φθέγγομαι utter a sound pres part mp masc acc sg φθέγγομαι utter a sound pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγξαμένω — φθέγγομαι utter a sound aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual φθέγγομαι utter a sound aor part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγξαμένων — φθέγγομαι utter a sound aor part mid fem gen pl φθέγγομαι utter a sound aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγξάμενον — φθέγγομαι utter a sound aor part mid masc acc sg φθέγγομαι utter a sound aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγξόμεθα — φθέγγομαι utter a sound aor subj mid 1st pl (epic) φθέγγομαι utter a sound fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγξόμενον — φθέγγομαι utter a sound fut part mid masc acc sg φθέγγομαι utter a sound fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”